Διήγημα: Φοίβος

Φοίβος

Η τελευταία του ελπίδα βρίσκεται μπροστά του κατατροπωμένη. Το βλέπει στα μάτια όλων. Μια τραγική σιωπή, ειρωνεία ή στην καλύτερη περίπτωση, αμήχανη συγκατάβαση του ξεσχίζει ό,τι είχε απομείνει απ' την τραυματισμένη αξιοπρέπειά του. Σηκώνεται σφιγμένα προσπαθώντας να μην δακρύσει και βγαίνει απ' το δωμάτιο. Η Χριστίνα τρέχει να τον προλάβει.

–Δεν ήταν τόσο άσχημο, του λέει άτσαλα

–Δε με παρατάς ρε Χριστίνα; Τόσο ηλίθιο με θεωρείτε πια; Εντάξει. Αηδία ήταν.

Κατεβαίνει βιαστικά τις σκάλες, παραπατά και κουτρουβαλάει λίγα σκαλοπάτια, πριν βγει έξω χτυπώντας με δύναμη την πόρτα.ουρανός με φεγγάρι

Τρέχει μεσ' στο δάσος στα τυφλά. Είναι νύχτα αλλά δεν τον νοιάζει και να χαθεί. Θέλει να χαθεί. Θέλει να τους χάσει όλους. Δεν είναι κι η πρώτη φορά, αλλά τώρα δεν θ' αφήσει τη μοναξιά να τον λυγίσει. Άλλωστε δεν υπάρχει πια λόγος. Να γυρίσει σε ποιους;


Κάθεται στα πεσμένα φύλλα. Ευτυχώς έχει ημισέληνο και βλέπει κάπως. Τα υγρά φύλλα λαμπυρίζουν στο φως του φεγγαριού λες και το δάσος είναι στολισμένο. Θα ψιχάλισε φαίνεται. Προσπαθώντας, ίσως, να ξεχαστεί, αρχίζει να διαβάζει τις μορφές που πλάθει ο χνώτος του. Παρακολουθεί τον ατμό να χάνεται και ζηλεύει. Να μπορούσε κι αυτός να σκορπιστεί στον αέρα, ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων που τον σκέπαζαν... Άδικη η ζωή. Δεν του 'δωσε καν τα προνόμια ενός σταγονιδίου ομίχλης. Τουλάχιστον τώρα μπορεί να διαιστανθεί την ελευθερία τους ακολουθώντας τα πρώτα εκατοστά του ταξιδιού τους. Ελευθερία, τώρα, είναι το να μη σε ξέρουν.

Δεν θέλει να τον αναζητήσουν. Σηκώνεται να συνεχίσει μα σταματά απότομα. Κάτι κινείται στο σκοτάδι. Κοκαλώνει...Αργεί και με όλες του τις αισθήσεις, διερευνά το τοπίο...

–Μπα, ιδέα μου θα 'ταν...

Αρχίζει να προχωρά, διστακτικά στην αρχή. Η λογική προσπαθεί να τον καθησυχάσει: Δεν βρίσκεται σε σαβάνα και οι λύκοι συνήθως φοβούνται τον άνθρωπο. Σχεδόν πάντα δηλαδή... αρκεί να μην πεινούν υπερβολικά...και να μην είναι κάνα μεγάλο κοπάδι...

Σταματάει, κάνει να γυρίσει πίσω αλλά παγώνει τρομοκρατημένος: κάτι κινείται πάλι: Τώρα το βλέπει καθαρά. Δεν μπορεί να βγάλει άχνα. Δεν μπορεί καν να σκεφτεί: Το βλέμμα του, καρφωμένο στη μορφή που ξεπροβάλλει απ' τους θάμνους.

–Ποιος είσαι; προσπαθεί να ψελλίσει, μα δεν έχει φωνή. Πνιγερή σιωπή. Ο άγνωστος επισκέπτης παρατηρεί ακίνητος τώρα, ανησυχητικά προσηλωμένος.

Ο Στέφανος βγάζει τα σπίρτα απ' την τσέπη. Με τρεμάμενο χέρι ανάβει τρία μαζί...Απλώνεται στο χώμα ανακουφισμένος.

–Ρε Φοίβο, μου έκοψες τη χολή, να πάρει! Φωνάζει θυμωμένος.

Ο Φοίβος τον πλησιάζει σιωπηλός, σχεδόν μεταμελημένος. Ο Στέφανος τον αγκαλιάζει με δύναμη.

–Σ' ευχαριστώ που ήρθες...μόνο εσένα δεν περίμενα...αρχίζει να γελάει.

Ο Φοίβος είναι καλός ακροατής. Δεν διακόπτει, ακούει με προσοχή, χωρίς να κρίνει ή να κάνει κήρυγμα. Μετά από κάποια λεπτά σιωπής στην ήρεμη νύχτα, ο Στέφανος αποφασίζει να εξομολογηθεί τον βαθύ του πόνο στο φίλο του. Του αποκαλύπτει πόσο μειονεκτικά νιώθει απέναντι στους άλλους της παρέας. Το πόσο τους θαυμάζει και τους μισεί για τα ταλέντα τους. Το πόσο ήθελε κι αυτός να ενταχτεί στον «κύκλο των χαμένων ποιητών» που είχαν ιδρύσει κάποτε μ' αφορμή μια ομώνυμη ταινία. Να αποκτήσει επιτέλους κι αυτός μια αξία. Μα είναι ατάλαντος. Στα πάντα: Δεν είναι ούτε έξυπνος, ούτε ώριμος, ούτε αθλητικός, ούτε όμορφος, παντελώς άτεχνος και ιδιαίτερα βαρετός. Αρκετοί λόγοι για να μην τον υπολογίζει κανείς.

–Οι άνθρωποι δεν αγαπούν, ρε Φοίβο...Πρέπει να 'χεις κάτι να τους δώσεις γι' αντάλλαγμα. Κι εγώ, δεν έχω τίποτα...

Αγκαλιάζει τον Φοίβο κι αρχίζει να κλαίει γοερά. Δεν του 'χει απομείνει η παραμικρή άμυνα. Δεν έχει πια αυτήν την πολυτέλεια.

Ο Φοίβος, τόση ώρα, κοίταζε στο άπειρο χωρίς να λέει τίποτα. Μα φαίνεται να ξέρει το γιατί. Είναι η πιο δημιουργική σιωπή που έχει συναντήσει ποτέ ο Στέφανος. Δεν έκανε γλυκερές ωραιοποιήσεις, δεν προέβαλε ανεδαφική ελπίδα. Είναι αυτή η σιωπή που πείθει το Στέφανο ότι ο Φοίβος καταλαβαίνει, ή, έστω, προσπαθεί.

Αυτό ήταν. Ο χείμαρρος γίνεται ορμητικό ποτάμι κι ο Στέφανος αρχίζει να ξεχύνει την ψυχή του μπροστά στον αγαπημένο του φίλο. Εξομολογείται τα πάντα χωρίς περιστροφές: Το πόσο μισεί τον Αντώνη, το πώς θέλει να κάνει έρωτα με την ξαδέρφη του, το πόσο σιχαίνεται τον πατέρα του. Το πώς η «ευγένειά» του με τους άλλους δεν είναι παρά μια σιχαμερή υποκρισία, υπαγορευόμενη απ' την αξιολύπητη ανάγκη του να τον αποδεχτούν. Ναι: κι αυτός δεν αγαπάει κανέναν. Κι αυτός μισεί τους πάντες. Και τον Φοίβο ακόμη, απλώς τον έχει ανάγκη.

–Αγάπη... Μαλακίες! Κανείς δεν αγαπά κανέναν! του φωνάζει.

Ο Φοίβος, ατάραχος, τον κοιτάζει τώρα στα μάτια. Με πόνο, χωρίς ίχνος αποστροφής.

–Φύγε λοιπόν• τι θέλεις; του φωνάζει ο Στέφανος εξοργισμένος και σηκώνεται απειλητικά.

Ο Φοίβος σηκώνεται κι αυτός και κάνει τρία βήματα προς τα πίσω. Δεν καταλαβαίνει. Τον κοιτάζει αμήχανα. Αισθάνεται τον εκνευρισμό να εκπέμπεται απ' το σώμα του Στέφανου και να διαποτίζει το δικό του. Λίγες κρίσιμες στιγμές μεσολαβούν. Αιωρείται ανάμεσα στην οργή και την υποχώρηση. Ξαφνικά, ηρεμεί σαν να θυμήθηκε κάτι, αγνοεί το δίλημμα και πλησιάζει τον Στέφανο αποφασιστικά.

–Τι έπαθες; του λέει με το βλέμμα του.

Είναι η σειρά του Στέφανου να νιώσει αμήχανα. Κάθεται ηττημένος και πιάνει απαλά το μέτωπό του.

–Τι μου συμβαίνει; Μονολογεί.

Ο Φοίβος κάθεται δίπλα του. Είναι η πρώτη φορά που ο Στέφανος γίνεται αποδεκτός όπως ακριβώς είναι. Όλη του η ζωή ήταν ένας μαρτυρικός αγώνας ν' ανταποκριθεί σ' απαιτήσεις που του έθεταν. Ακόμη κι όταν περπατούσε αναρωτιόταν αν το 'κανε με χαρακτήρα. Αυτή η πρωτόγνωρη εμπειρία τον πλημμυρίζει με μια απερίγραπτη ελευθερία. Νιώθει δυνατός. Νιώθει πως μπορεί να γίνει καλύτερος. Να γίνει πιο ώριμος, πιο ευχάριστος, ακόμη και πιο έξυπνος, αρκεί να έχει έναν φίλο στο πλευρό του. Ακόμη κι αν όλ' αυτά είναι παροξυσμοί της στιγμής, δεν μπορεί, κάποια αλήθεια θα κρύβουν. Ή έστω, μπορεί τουλάχιστον να ελπίζει. Έστω αυτό, δεν μπορεί να του το αμφισβητήσει κανείς...

Πιάνει τον Φοίβο, τον κοιτάζει στα μάτια και τον ρωτάει με δέος κι ευγνωμοσύνη:

–Αγαπημένε μου φίλε. Ποιο είναι το μυστικό σου; Πώς μπορείς να μ' αγαπάς όπως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί;

Ο Φοίβος μοιάζει να θέλει κάτι να πει. Μα δεν μπορεί. Γαυγίζει, κι αρχίζει να του γλύφει το πρόσωπο.