Διήγημα: Νεκρή αλήθεια

Νεκρή αλήθεια

Πέντε η ώρα. Σε λίγο ξημερώνει. Δυόμισι ώρες περιμένει στην ακρογιαλιά. Περιμένει...Δεν ξέρει τι πια. Ευτυχώς, μπορεί ακόμη να περιμένει. Να ελπίζει...

–Προσπάθησε Αλέξη, προσπάθησε, λέει σαν ν' απευθύνεται στο πέλαγος.

ακτή με ομίχλη

Δεν υπάρχει κανείς γύρω του.

Βουτάει ξανά στη θάλασσα. Το πυκνό σκοτάδι διαλύεται μόνο από τα μυριάδες αστέρια τ' ουρανού. Στο πυκνό σκοτάδι, φαίνεται πως είναι μυριάδες.

–Έλα, του λέει ήρεμα.

Ο ήχος του κύματος, το μόνο που διαλύει τη σιωπή της νύχτας.

–Έλα, να πάρει.

Μακάρι να μπορούσε να πάει σπίτι σαν χθες, σαν χθες, σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Μα θα 'ταν άδειο και, δεν μπορεί, θα του το θύμιζε...

Συνειδητοποιεί για πέμπτη φορά πως δεν έχει νόημα η παρουσία του στο νερό. Αυτή τη φορά, η θέληση δεν αρκεί. Ξαναβγαίνει στην ακτή.

–Τα ρεύματα, σκέφτεται. Σε παίρνουν εκεί που δεν το περιμένεις...

–Αλέξη, φωνάζει. Είναι η πρώτη φορά που δεν περιμένει απάντηση. Κοιτάζει αμήχανα το άπειρο. Κοιτάζει τα χέρια του που τρέμουν.

–Έτσι απλά; μονολογεί.

Η θάλασσα συνεχίζει να σκάει στην ακτή αδιάφορα. Αρχίζει ν' αναπολεί τη ζωή που, μοιράστηκαν δεκαπέντε χρόνια. Τη φιλία, τη σφοδρή ρήξη που τους χώριζε τελευταία

–Τι είναι προτιμότερο, μονολογεί. Ένα ζωντανό ψέμα ή μια νεκρή αλήθεια; Κι ίδιος δεν καταλαβαίνει τι εννοεί. Πέφτει στα γόνατα και σωριάζεται στην άμμο εξουθενωμένος. Πριν περάσει ένα λεπτό, κοιμόταν.

–Φίλε, είσαι καλά;

Ανοίγει τα μάτια, κοιτάζει λίγο ζαλισμένος, μέχρι να καταλάβει πού βρίσκεται. Ο ήλιος έχει σχεδόν μεσουρανήσει.

–Αλέξη!! Τινάζεται όρθιος και τρέχει προς τη θάλασσα.

–Φίλε, είσαι καλά;

–Πνίγηκε, φωνάζει οργισμένος. Στο Διάολο, πνίγηκε!

Ο περαστικός κοιτάζει σαστισμένος.

–Ποιος;

–Να πάρει ο διάολος! Έπρεπε να πέσω μαζί του, να τον ακολουθήσω κι ας πνιγόμουν! Τι ηλίθιος που είμαι! Με πήρε ο ύπνος, τον ηλίθιο!

Βουτά κι αρχίζει να κολυμπάει προς το πέλαγος. Για έκτη φορά συνειδητοποιεί πως είναι μάταιο. Σταματάει για λίγο και γυρίζει πίσω.

–Περίεργο. Δεν θυμάμαι έτσι την ακτή.

ακτή θάλασσας

Κοιτάζει τον ξένο που τον ξύπνησε.

–Είδες τον Αλέξη;

–Ποιον Αλέξη;

Ο ξένος σαν να 'χει αλλάξει όψη.

–Ο Αλέξης, ο φίλος μου. Πνίγηκε.

Αρχίζει να τρέμει πάλι. Ο ξένος τον κοιτάζει λίγο αμήχανα.

–Δεν τον είδα.

–Πώς τον άφησα έτσι; Πώς τον άφησα έτσι;

Κρύβει το πρόσωπο με τα χέρια του.

–Φίλε, τολμά ν' απαντήσει ο ξένος, τα ξέρω τα ρεύματα στην περιοχή. Είναι πολύ επικίνδυνα. Δε θα μπορούσες να τον σώσεις.

–Τον αγαπούσα. Πώς τον άφησα να μην το ξέρει;

Σηκώνει τα μάτια να κοιτάξει τον ξένο, μα αυτός δεν ήταν εκεί. Κοιτάζει γύρω του σαστισμένος.

–Δεν πάω καλά, μονολογεί.

Σηκώνεται άτσαλα, προσπαθώντας να συνέλθει. Βρέχει το πρόσωπό του στη θάλασσα. Κοιτάζει την έρημη ακτή με τ' απόκρημνα βράχια, και κάθεται εξαντλημένος.

Είναι η ώρα της αλήθειας. Η κοινωνία με τον Αλέξη τελείωσε οριστικά και νιώθει πολύ φτωχότερος απ' το χρόνο που πέρασε. Όχι ότι δεν προσπάθησε. Προσπάθησε πολύ, μα οι καταστάσεις δεν σ' αφήνουν να δημιουργήσεις, να ζήσεις με τον τρόπο που θέλεις. Άλλωστε, υπάρχει και η ελευθερία του άλλου. Αυτή δεν μπορείς να την ελέγξεις. Προσπαθείς, όπως ξέρεις και όσο αντέχεις. Κι όταν η γνώση ή η δύναμή σου δεν αρκούν, δεν μπορείς παρά να υπομένεις...

Ένας γλάρος ξεθάρρεψε και προσγειώθηκε δίπλα του. Μέχρι πρόσφατα ζούσε μια γριούλα που ερχόταν στο σημείο αυτό και τους τάιζε. Κοιτάχτηκαν.

–Τυχερέ, του λέει. Ελπίζεις πως θα σε ταϊσω. Ελπίζεις ακόμα...

Ξανακοιτάει το πέλαγος. Να υπομένεις...κάποτε μισούσε αυτή τη λέξη. Τη θεωρούσε το προαιώνιο άλλοθι της μετριότητας. Μέχρι που συμφιλιώθηκε με τη σκέψη ότι η ζωή απαιτεί να παίξεις με τους κανόνες της. Έρχονται στιγμές που πρέπει να παραιτηθείς, να μην ξεμείνεις από δυνάμεις γιατί έχεις άλλα πενήντα χρόνια μπροστά σου ν' αντιμετωπίσεις.

Κι όμως...αυτά του φαίνονται τόσο φτηνά τώρα. Τόσο μηδαμινή η σοφία τους

–Αν είχα είκοσι δευτερόλεπτα, όλα θα συγχωρούνταν. Είκοσι δευτερόλεπτα...Τόσα χρόνια δεν μπόρεσα να βρω είκοσι δευτερόλεπτα...

–Χρήστο! ακούει μια γυναικεία φωνή.

Κοιτάζει γύρω του. Δεν υπάρχει κανείς.

–Πάλι παραισθήσεις έχω, σκέφτεται...

–Σήκω ρε! Τι κάνεις εδώ;

Τα πάντα θολώνουν. Δε βλέπει τίποτα.

Ανοίγει τα μάτια. Δύο γνωστά πρόσωπα από πάνω του.

–Πού είμαι;

–Ξύπνα ρε Χρήστο. Τι κάνεις εδώ;

Κοιτάζει γύρω του. Η παραλία είναι και πάλι αμμουδιά, ο ήλιος μόλις έχει ανατείλει.

ανατολή ηλίου, ακτή

–Ο Αλέξης! Φωνάζει, ζαλισμένος ακόμα.

–Τι;

–Ο Αλέξης! Πνίγηκε!

Και οι δύο μένουν άφωνες. Για λίγο.

–Τι;

–Ήμασταν μαζί τα μεσάνυχτα. Βριστήκαμε πάλι. Κάποια στιγμή βούτηξε. Τον έβλεπα για λίγο, μετά χάθηκε...

Η μια αναθαρρεί κάπως...

–Τον είδα στις 1:00 που γυρνούσαμε. Μπορεί να κολύμπησε παραλιακά. Τι ώρα τον άφησες;

Την κοιτάζει σαστισμένος.

–Ελένη, αν λες ψέματα, μα το Θεό, θα σε σκοτώσω!

–Τον είδα, ηρέμησε. Θα κοιμάται στο σπίτι.

Την κοιτάζει αμήχανα. Είναι πολύ λογικό να έγινε έτσι. Δεν είχε ιδιαίτερο κύμα σήμερα. Μετά την πρώτη χαρά, συνέρχεται λίγο.

Ατενίζει τη θάλασσα σιωπηλός

–Τώρα;