Διαλεκτική βιολογία

Διαλεκτική βιολογία (μέρος 3ο)

Συμπερασματικά

γη Στο «Conclusion: Dialectics» η βασική θέση είναι ότι ο κυρίαρχος τρόπος ανάλυσης στις φυσικές, βιολογικές, και ακόμη και κοινωνικές επιστήμες είναι μια καρτεσιανή γενικευτική υπεραπλούστευση. Αυτή παράγει μια περιγραφή, ένα πρότυπο ενός «αλλοτριωμένου κόσμου» που «αντανακλά τη δομή της αλλοτριωμένης κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία δημιουργήθηκε». Αυτός ο αλλοτριωμένος φυσικός κόσμος είναι «όχι μόνο μια γνωστική δομή, αλλά μια φυσική δομή που επιβλήθηκε στον κόσμο». Μια διαλεκτική εναλλακτική λύση θα οδηγούσε όχι μόνο σε ένα διαφορετικό είδος γνώσης, αλλά και σε ένα διαφορετική φιλοσοφία όσον αφορά στην επέμβαση στις υλικές διαδικασίες.

Στα πλαίσια της αστικής θεώρησης του κόσμου, ο βιολογικός αναγωγισμός θεωρεί τις μορφές οργάνωσης και ιεραρχίας της ανθρώπινης κοινωνίας ως ένα ανάλογο του τρόπου με τον οποίο οργανώνουν τον βίο τους και άλλα έμβια όντα, όπως οι μέλισσες ή οι πίθηκοι. Και είναι γεγονός ότι οι δομές της ανθρώπινης κοινωνίας δεν αναπτύσσονται εν κενώ, αλλά έχουν τις ρίζες τους σε βιολογικές μορφές συνύπαρξης των ζώων. Για παράδειγμα, εντός της αγέλης των προγόνων μας υπήρχε ορισμένη ιεραρχία. «Αρχηγός» ήταν το πιο επιθετικό άτομο, το οποίο (μαζί με τον περίγυρό του) έτρωγε την καλύτερη τροφή. Οι αγελαίοι δεσμοί διατηρήθηκαν ακόμη και κατά την μετάβαση στο γένος, ενώ ο ρόλος τους στην εμφάνιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της ταξικής, πλέον, ιεραρχίας (εξουσίας) δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητος. Από αυτήν την άποψη, το εγχείρημα ένταξης των βιολογικών προσδιορισμών του ανθρώπου στην ερμηνεία της δομής και της διαδικασίας της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας δεν είναι παράλογο.

Αλλά οι βιολογιστές κάνουν ένα διπλό λάθος. Αφ' ενός μεν, στην προσπάθειά τους να διακριβώσουν τις βιολογικές πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, πέφτουν στο άκρο του αναγωγισμού, αναφωνώντας ότι τα πάντα είναι βιολογία (ενίοτε και φυσική...). Αφ' ετέρου, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως (και θα αναλυθεί περαιτέρω στη συνέχεια), έχουν μια στρεβλή αντίληψη και για το τι συνιστά η ίδια η βιολογία.

Κατ' αρχήν, οι βιολογιστές έχουν μια μάλλον καρτεσιανή θεώρηση του κόσμου που χαρακτηρίζεται από τις ακόλουθε ιδέες:

1) Ότι τα συστήματα αποτελούνται εγγενώς από φυσικές μονάδες.

2) Ότι οι μονάδες έχουν εσωτερική «ομοιογένεια».

3) Ότι τα μέρη προηγούνται του όλου που δημιουργούν και καθορίζουν όχι μόνο το πώς βλέπουμε τα πράγματα αλλά το πώς αυτά είναι.

4) Ότι «οι αιτίες διαφέρουν από τα αποτελέσματα στο ότι οι αιτίες είναι ιδιότητες των υποκειμένων ενώ τα αποτελέσματα οι ιδιότητες των αντικειμένων».

Η διαλεκτική αντιπρόταση που προτείνουν οι Levins και Lewontin δίνει έμφαση στις πολυδιάστατες αλληλεπιδράσεις στη συμπεριφορά των σύνθετων συστημάτων. Σε αντίθεση με τους Καρτεσιανούς, υποστηρίζουν ότι κάθε ενοποιημένο σύνολο καθορίζεται από τις σχέσεις των ετερογενών μερών του, τα οποία δεν προϋπήρχαν ως ανεξάρτητες οντότητες. Οι ιδιότητες των μερών δεν είναι δεδομένες, αλλά αποκτιούνται μέσα από την ύπαρξή τους μέσα στο όλο.

Η θέση τους μπορεί να συνοψιστεί σε τέσσερις αρχές:

1) Το όλο αποτελείται από ετερογενή στοιχεία που δεν έχουν προηγούμενη ανεξάρτητη υπόσταση ως μέρη.

2) Οι ιδιότητες των μερών δεν προϋπήρχαν ανεξάρτητα από το όλον αλλά γεννώνται μέσω της πολυσύνθετης αλληλεπίδρασης μαζί του. Αυτή η αρχή πάει πολύ πέρα από τη θέση ότι «οι ιδιότητες του συνόλου είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των ιδιοτήτων των μερών του», κάτι που είναι αποδεκτό και στη κυρίαρχη κοσμοθεώρηση. Εδώ είναι τα μέρη και όχι μόνο το όλον που αποκτούν νέες ιδιότητες. Για παράδειγμα ένας άνθρωπος μόνος του δεν θα μπορούσε να πετάξει. Ωστόσο στα πλαίσια που του παρέχουν οι κοινωνικές και πολιτιστικές δομές μπορεί να το κάνει, εφ' όσον ανεβεί σε αεροπλάνο. Σημειωτέον όμως πως δεν είναι η κοινωνία ως όλον που πετάει, δεν απέκτησε το όλον μια νέα ιδιότητα, αλλά ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Το όλον-κοινωνία προσέδωσε στο μέρος-άνθρωπο αυτήν την ιδιότητα.

3) Η τρίτη διαλεκτική αρχή είναι ότι η «αλληλοδιείσδυση» των μερών και του όλου έχει ως συνέπεια την «ανταλλαγή» του ρόλου του υποκειμένου-αντικειμένου, της αιτίας και του αποτελέσματος. Έτσι, στη θέση π.χ. του Piaget ότι «Η ισορροπία επιτυγχάνεται όταν ο ενήλικος καταλάβει ότι η σωστή αντίδραση δεν βρίσκεται στο να αντισταθεί στην εμπειρία, αλλά στο να την προβλέπει και να την ερμηνεύει», οι διαλεκτικοί αντιτάσσουν ότι «Οι φιλόσοφοι έχουν ερμηνεύσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Αλλά το ζητούμενο είναι να τον αλλάξουν».

4) Η τέταρτη αρχή είναι ότι η αλλαγή είναι χαρακτηριστικό όλων των συστημάτων και όλων των πτυχών τους, αφού τα στοιχεία που τα αποτελούν αναδημιουργούν το ένα το άλλο, και αναδημιουργούνται από το όλον των οποίων είναι μέρη. Αρχίζει εδώ να φαίνεται γιατί μετά την επικράτηση των αστικών θέσεων, η ίδια η αστική κοινωνία γινόταν αντιληπτή ως η κορύφωση της κοινωνικής εξέλιξης. Η αλλαγή θα περιοριζόταν πλέον σε στενά όρια: σε τεχνικές εξελίξεις, βελτίωση των νόμων κ.ο.κ. Ενώ με την διαλεκτική εισάγεται μια νέα κοσμοαντίληψη.

Με βάση αυτές τις αρχές, πολλές θέσεις που θεωρούνταν από το κυρίαρχο επιστημονικό ρεύμα ως αυτονόητες, αναθεωρούνται. Για παράδειγμα, η κλασική βιολογία πάντα ξεχώριζε τους εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες ενός οργανισμού ως ανεξάρτητες μεταβλητές. Κρατούσε τη μία σταθερή για να μελετήσει την άλλη. Η εμβρυολογία, πάντα αγνοούσε τους εξωγενείς παράγοντες ενώ η εξελικτική βιολογία εστίαζε μόνο σε αυτούς θεωρώντας ότι οποιαδήποτε προτιμητέα μεταβολή του είδους θα ήταν διαθέσιμη μέσω των μεταλλάξεων. Ωστόσο κανένα τετράποδο δεν απέκτησε ποτέ φτερά χωρίς να «θυσιάσει» δύο από τα άκρα του, όποιες και να ήταν οι εξωτερικές συνθήκες…

Αλλά δεν είναι μόνο το ότι οι μεταβλητές ενός συστήματος διεισδύουν η μία στην άλλη. Και οι ίδιοι οι νόμοι της αλλαγής μετασχηματίζονται αφού τα συστήματα αλλοιώνουν τις συνθήκες που τα δημιούργησαν. Για παράδειγμα στις σημερινές συνθήκες, δε θα μπορούσε να εμφανιστεί ζωή από ανόργανη ύλη τόσο λόγω της παρουσίας του οξυγόνου που θα οξείδωνε κάποια απαραίτητα μόρια, όσο και γιατί οι ζωντανοί οργανισμοί καταναλώνουν τα πολύπλοκα οργανικά μόρια που θα χρειάζονταν για την αναδημιουργία της ζωής. Από την άλλη, εικάζεται ότι και η αρχική γήινη ατμόσφαιρα ήταν κάθε άλλο παρά φιλική προς τους νεοεμφανισθέντες ζωντανούς οργανισμούς. Η έντονη υπεριώδης ακτινοβολία, τοξικές ουσίες και άλλοι βλαπτικοί παράγοντες αποτελούσαν εμπόδιο στην εξέλιξη των έμβιων όντων. Η βάση επί της οποίας αναπτύχθηκε η ζωή ήταν αναντίστοιχη της φύσης και του χαρακτήρα της σημερινών βιολογικών μορφών. Για να εμφανιστούν, έπρεπε το περιβάλλον να γίνει πιο ευνοϊκό. Κι αυτό φαίνεται πως έγινε από την ίδια τη ζωή: Οι πρώτοι οργανισμοί επιβίωσαν καταναλώνοντας απλά βιομόρια τα οποία έβρισκαν σε έτοιμη μορφή, ενώ δεν χρειάζονταν οξυγόνο για την συντήρησή τους. Προϊόντος του χρόνου, οι έτοιμες τροφές έτειναν να εξαφανιστούν, οπότε ανέκυψε πρόβλημα επιβίωσης. Όσα από τα «πρωτοκύτταρα» είχαν κατά τύχη την ικανότητα να χρησιμοποιούν ως πηγή ενέργειας ακόμη απλούστερα μόρια και ηλιακή ενέργεια επέζησαν και επικράτησαν. Έτσι εμφανίστηκαν τα πρώτα αυτότροφα κύτταρα πριν 3 περίπου δισεκατομμύρια χρόνια και μαζί τους άρχισαν να πραγματοποιούνται οι πρώτες φωτοσυνθετικές διαδικασίες. Αρχικά, η φωτοσύνθεση δεν οδηγούσε στον σχηματισμό οξυγόνου, αφού χρησιμοποιούσε υδρόθειο (H2S) ως πηγή υδρογόνου. Αργότερα, με την χρησιμοποίηση του νερού ως πηγής υδρογόνου, άρχισε να απελευθερώνεται οξυγόνο. Ο βαθμιαίος εμπλουτισμός της ατμόσφαιρας με οξυγόνο, η μετατροπή της δηλαδή από αναγωγική σε οξειδωτική, ήταν που παρείχε τη νέα δυνατότητα οργάνωσης της ζωής σε ανώτερο επίπεδο. Γιατί η οξειδωτική ατμόσφαιρα, σε σχέση με την αναγωγική, έχει τρία βασικά πλεονεκτήματα: Πρώτον, το ότι παρέχει περισσότερη ενέργεια, δεύτερον, προφυλάσσει από τις βλαπτικές επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας με την δυνατότητα δημιουργίας του στρώματος του όζοντος (Ο3) και τρίτον, συμβάλλει στην αδρανοποίηση τοξικών ουσιών, όπως της αμμωνίας.

Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται πώς η όποια «σταθερότητα» παρατηρείται στη φύση οφείλεται σε μια δυναμική ισορροπία που μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταστεί ασταθής. Μέσα από αυτή τη δυναμική αντίληψη του κόσμου αναδύεται η πιο πολυσυζητημένη και δύσκολη σύλληψη της διαλεκτικής σκέψης: Η αρχή της αντιπαράθεσης (principle of contradiction). Για κάποιους η αντιπαράθεση είναι απλά μια επιστημονική αρχή. Πιστεύουν ότι περιγράφει το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και όχι το πώς αυτός πραγματικά είναι. Για άλλους έχει και πολιτικό περιεχόμενο αφού θεωρούν την πάλη των τάξεων ως κινητήρια κοινωνική δύναμη. Έτσι προσδίδουν στην αντιπαράθεση οντολογικό περιεχόμενο όσον αφορά στις ανθρώπινες κοινωνίες. Για τους Levins και Lewontin, ωστόσο, η αρχή της αντιπαράθεσης περιγράφει μια οντολογία σε όλα τα επίπεδα. Κοινωνικά και φυσικά.

Ο κόσμος λοιπόν είναι κόσμος αλλαγών λόγω των υπαρχουσών και εξελισσόμενων παραγόντων που αλληλεπιδρούν και οι οποίοι τον μετασχηματίζουν. Τα πράγματα αλλάζουν λόγω της επίδρασης αντιτιθέμενων δυνάμεων που ασκούνται σε αυτά. Και τα πράγματα είναι όπως είναι λόγω της προσωρινής ισορροπίας συντιθέμενων και αντιτιθέμενων δυνάμεων. Έτσι, η σταθερότητα και η ισορροπία δεν αποτελούν φυσικές καταστάσεις των πραγμάτων, όπως υποθέτει συχνά το κυρίαρχο επιστημονικό ρεύμα, αλλά χρήζουν ερμηνείας ως προσωρινές δυναμικές καταστάσεις. Δύο δυνάμεις που από μόνες τους θα έφερναν αντίθετα αποτελέσματα, μπορεί να ένα τρίτο, εντελώς διάφορο, αποτέλεσμα όταν συνυπάρξουν.

Πέραν αυτού, τα συστήματα μπορεί να εμπεριέχουν διαδρομές αρνητικής αλλά και θετικής ανάδρασης ενός αρχικού φαινομένου. Για παράδειγμα, αν αυξηθεί η αρτηριακή πίεση, αισθητήριοι μηχανισμοί στο νεφρό την αντιλαμβάνονται και ενεργοποιούν μια διαδικασία μείωσής της. Ωστόσο, αν η αύξηση στην πίεση καταστρέψει τους μηχανισμούς που την ανιχνεύουν, ενδέχεται αυτοί να πυροδοτήσουν μια περεταίρω αύξησή της. Έτσι μια αλλαγή στις παραμέτρους μπορεί να ξαναφέρει ισορροπία αλλά και να καταστρέψει ένα σύστημα. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η μονοπωλιακή οικονομική εκμετάλλευση. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω ενίσχυσή της αν τα μονοπώλια ασκούσανε επιρροή για την ψήφιση νόμων που τα ευνοούν, αλλά θα μπορούσε να προκαλέσει και στο αντίθετο αν οι κοινωνική κατακραυγή δημιουργούσε μια αντίθετη πολιτική πίεση. Κατά τους συγγραφείς, μια κατάσταση δυναμικής ισορροπίας είναι μάλλον η εξαίρεση σε έναν κόσμο όπου τα συστήματα είναι κατά κανόνα δυναμικά ασταθή. Κι σε αυτά περιλαμβάνουν από το νευρικό σύστημα των οργανισμών και τα οικοσυστήματα μέχρι την οικονομία, και ό,τι άλλο σκεφτεί κανείς.

Η θετική ανάδραση μπορεί, ξεκινώντας από μικρές αλλαγές, να παράξει θεματικά αποτελέσματα. Όχι σπάνια, μικρές αρχικές διαταραχές ενισχύονται συνεχώς και η διαδικασία ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, εισερχόμενη σε μια επιταχυνόμενη σπειροειδή ανέλιξη. Αυτή κορυφώνεται είτε με την καταστροφή, είτε με τον τελικό περιορισμό της αυξητικής ή μειωτικής τάσης από κάποιο οριακό επίπεδου ελέγχου. Έτσι, η εξέλιξη των ειδών μπορεί να προχωρά μέσα από «εκρήξεις» και «σπείρες», μια μορφή στην οποία έχουν αναφερθεί συχνά οι μαρξιστές ως θεμελιώδη για τη διαλεκτική. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν, μάλιστα, ότι ο άνθρωπος είναι ένας «πίθηκος που είχε ταχύτερη εξέλιξη από ότι θα έπρεπε» και του οποίου οι πρόγονοι εγκατέλειψαν πολύ νωρίς τις «πιθηκοειδείς» τους ρίζες, υιοθετώντας αναδραστικά και ανεξέλεγκτα έναν εντελώς νέο τρόπο ζωής. Το τίμημα αυτού ίσως να είναι ένα πλήθος γενετικών σφαλμάτων που επέτρεψαν να προσβαλλόμαστε από ένα μεγάλο πλήθος ασθενειών σε σχέση π.χ. με τον χιμπατζή.

Κάτι άλλο που πρέπει να σημειωθεί είναι πως σχεδόν κάθε φορά που ορίζουμε οι αμοιβαία αποκλειόμενες και αντιτιθέμενες κατηγορίες και αρχές, αποδεικνύεται ότι στη πραγματικότητα μπορούν να συνυπάρξουν κι ότι διεισδύουν η μία στην άλλη. Για παράδειγμα οι ντετερμινιστικές και οι τυχαίες διαδικασίες φαίνονται να ορίζουν αμοιβαία αποκλειόμενες κατηγορίες. Ωστόσο δεν είναι έτσι. Για παράδειγμα η σταθερή συχνότητα των τροχαίων ατυχημάτων γεννάται από μια τυχαία διαδικασία ενώ οι τυχαίοι αριθμοί που χρησιμοποιούνται για την προσομοίωση τυχαίων διαδικασιών παράγονται ντετερμινιστικές διαδικασίες (αλγόριθμους).

Συνέχεια άρθρου >

Μετάβαση σε άλλη ενότητα του άρθρου:

  1. Διαλεκτική βιολογία
  2. Η επέκταση της διαλεκτικής από την βιολογία στην πολιτική
  3. Συμπερασματικά
  4. Κριτική και απολογισμός