Διήγημα: Μια διαφορετική καταιγίδα

Μια διαφορετική καταιγίδα

Σε μια στιγμή της ζωής σου, πολύ παλιά, μικρό παιδί ακόμα, άρχισες να ζεις σ' ένα ξύλινο καράβι. Φουρτούνες ήρθαν κι έφυγαν, καρχαρίες πλησίασαν απειλητικά. Μα εσύ ζούσες ασφαλής κι ευτυχισμένος στα ξύλινα καταστρώματα της πίστης σου. Μα μια μέρα πυκνή ομίχλη σκέπασε την επιφάνεια της θάλασσας και τα κύματα άρχισαν ν' αγριεύουν καθώς περνούσε η ώρα. Βρέθηκες σε μια καταιγίδα δυνατότερη και κυρίως διαφορετική απ' τις άλλες. Τα σύννεφα της ήταν σκουροκόκκινα και οι καρχαρίες της μπορούσαν να διαλύσουν την ξύλινη κιβωτό σου με τα σαγόνια τους. Είχε κι ένα όνομα: ωρίμανση.

κόκκινα σύννεφα στη θάλασσα

Ήταν σφοδρή κι αλύπητη. Σαν να ήθελε μ' υστερία να συντρίψει ό,τι ζητούσε να επιζήσει. Το καράβι βυθιζόταν κι εσύ πανικοβλημένος κοίταζες μ' απορία τους απαθείς συνταξιδιώτες σου να σκουπίζουν τα τραπέζια, να μαγειρεύουν, να παίζουν χαρτιά. Κι αναρωτιόσουν με φρίκη:

«Μα δεν βλέπουν πως βυθιζόμαστε;»

Τρέχεις στον πρώτο που βρίσκεις μπροστά σου στο κατάστρωμα, του ρίχνεις δυο γερά χαστούκια και του φωνάζεις μ' όλη σου τη δύναμη: «Ρε, ηλίθιος είσαι; Δεν βλέπεις πως βυθιζόμαστε;». Η αρχική του απορία μετατρέπεται γρήγορα σ' ένα απλανές, γεμάτο αφέλεια χαμόγελο: «Δεν είναι όμορφα;» απαντάει, σαν να μην άκουσε τι ρώτησες.

Το καράβι έχει γείρει και βυθίζεται γρήγορα. Εσύ τρέχεις στο ψηλότερο σημείο του καταστρώματος, αγκαλιάζεις ένα στύλο, κι αναμένεις μ' αγωνία. Παρακολουθείς άναυδος τους συνταξιδιώτες σου να βουλιάζουν με πλήρη μακαριότητα, σαν να μη βλέπουν το νερό. Μια παρέα είχε μαζευτεί σταυροπόδι σ' έναν κύκλο και τραγουδούσε. Κι ενώ το νερό είχε σκεπάσει τους κοντούς της παρέας, οι υπόλοιποι, λίγα εκατοστά ψηλότεροι, συνέχισαν να τραγουδούν. Κι όταν πρόσεξες καλύτερα, είδες πως ακόμη κι αυτοί που πνίγονταν τραγουδούσαν.

Τα αγωνιώδη λεπτά περνούν. Οι υπόλοιποι έχουν βυθιστεί και το μόνο που έχει μείνει είσαι εσύ κι ο στύλος του καραβιού. Τον αγκαλιάζεις με πανικό. Μια ζωή έζησες σ'αυτό το καράβι. Μίζερε, η ζωή σου ήταν αυτό το καράβι και τώρα όλα χάνονται.

Φτάνει η στιγμή που το ξύλο αντί να σε κρατάει, σε τραβά στο βυθό. Καταπίνεις τη θάλασσα καθώς τα κύματα σε σκεπάζουν κι εσύ κρατάς το ξύλο σαν να θες να το βγάλεις στην επιφάνεια. Η απελπισία έχει φτάσει στα όρια, αλλά με το που μπαίνει το νερό στα πνευμόνια, το παίρνεις απόφαση: Αφήνεις το καράβι, το μόνο καταφύγιο ζωής που ήξερες, κι όλος ένταση βγαίνεις στην επιφάνεια, βήχοντας, να βγάλεις το νερό που σε πνίγει. Μόνο που τώρα κάτι έχει αλλάξει.

Τα κόκκινα σύννεφα δεν φαντάζουν πια σαν εχθροί σου κι ας μην άλλαξαν ούτε χρώμα ούτε σε τίποτε άλλο. Οι τεράστιοι καρχαρίες σε προσπερνούν αδιάφορα• δεν θέλαν να φάνε εσένα, το καράβι ήθελαν. Η θάλασσα αρχίζει να γαληνεύει. Αλλά είναι μια γαλήνη που σε φοβίζει περισσότερο κι απ' τ' αφρισμένα κύματα. Κοιτάς γύρω σου εκστατικός: Ένας απέραντος γαλαζοκόκκινος ωκεανός προς κάθε κατεύθυνση. Κι εσύ μονάχος στο μέσο του, ή καλύτερα, σ' ένα του σημείο: Ένας απέραντος ωκεανός δεν έχει μέσο... Η προσοχή σου αποσπάται απ' το πτώμα ενός πρώην συνταξιδιώτη που κοιτάζει το κενό• και σκέφτεσαι πως αυτή η γαλήνη σε τρομάζει περισσότερο κι απ' τον πνιγμό. Κάτι αναμένει. Κάτι κρύβει.

Βγάζεις το χέρι σου απ' το νερό, ανοίγεις τα δάχτυλα και το κοιτάς γεμάτος απορία κι έκπληξη σαν ν' ανακαλύπτεις κάτι για πρώτη φορά: «Για δες, έχω ένα χέρι! Αυτό είναι το χέρι μου!» μονολογείς. Βλέπεις κάποια συντρίμμια του καραβιού που σημάδεψε όλη σου την πορεία να επιπλέουν γύρω σου, του καραβιού που βυθίστηκε ενώ εσύ υπάρχεις ακόμα. Αρχίζεις να τρέμεις μεσ' στο νερό σαν να συνειδητοποιείς για πρώτη φορά κάτι που έκρυβες μια ζωή απ' τον εαυτό σου. «Θεέ μου!» φωνάζεις με πανικό και δάκρυα στα μάτια, «δεν είμαι καράβι!».