Διαλεκτική βιολογία

Διαλεκτική βιολογία (μέρος 4ο)

Κριτική και απολογισμός

βιβλία Είναι γενικά παραδεκτό ότι οι Levins και Lewontin έκαναν σημαντική πρόοδο σε σχέση με τις προγενέστερες συζητήσεις των διαλεκτικών στην εφαρμοσμένη βιολογία και συγκεκριμένα σε θέματα πληθυσμιακής και κοινοτικής βιολογίας στις οποίες ειδικεύονται. Εντούτοις, φαίνεται ότι η προσέγγισή τους είναι περιορισμένη και ότι οι αδυναμίες της εμφανίζονται όταν συζητούν άλλους τομείς της έρευνας. Σε όλο τον όγκο του βιβλίου υπάρχουν παραδείγματα που προέρχονται από τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, αλλά υποστηρίζεται ότι ένας σημαντικός αριθμός αυτών είναι είτε τετριμμένος και μηχανικός, είτε φανερώνει κάποια ελλιπή κατανόηση των ζητημάτων σε επιστημονικά πεδία στα οποία δεν ειδικεύονται.

Τα προβλήματα είναι εμφανέστερα στις συζητήσεις τους πάνω στην ανθρώπινη φύση και τον ανθρώπινο πολιτισμό. Στο σημείο αυτό καλό είναι να επεξηγηθούν δύο ερμηνευτικές εκδοχές που εμφανίστηκαν ιστορικά για τη σχέση βιολογίας και κοινωνιολογίας. Η πρώτη θεωρεί ότι η δομή της κοινωνίας εδράζεται στα βιολογικά χαρακτηριστικά του Homo sapiens και ότι τα κοινωνικά φαινόμενα ανάγονται στους βιολογικούς (και μάλιστα κατ' εξοχήν γενετικούς) προσδιορισμούς του ανθρώπου. Χαρακτηριστικό ρεύμα (περισσότερο φιλοσοφικό-κοινωνιολογικό παρά βιολογικό) που υιοθετεί αυτήν την άποψη είναι ο βιολογικός αναγωγισμός (βιολογισμός). Από την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι κατά την διαδικασία της κοινωνικής εξέλιξης αναπτύσσονται φαινόμενα μοναδικά, τα οποία δεν απαντούν σε κανένα άλλο βιολογικό είδος και που δύσκολα θα μπορούσαν να αποδοθούν στις βιολογικές ιδιότητες του ανθρώπου. Γι' αυτόν τον λόγο, ορισμένοι θεώρησαν πως δεν έχει μείνει τίποτε το βιολογικό στον άνθρωπο, πως ο πολιτισμός έχει μετασχηματίσει πλήρως (σε βαθμό αφανισμού) την «ανθρώπινη φύση» και πως αιτία κάθε κοινωνικού φαινομένου είναι ένα άλλο κοινωνικό φαινόμενο. Πρόκειται για το ρεύμα του κοινωνιολογικού αναγωγισμού (κοινωνιολογισμός).

Το άρθρο τους «What Is Human Nature?», λοιπόν, αφιερώνεται κατά ένα μεγάλο μέρος στο να υπερβεί παραπλανητικές προαντιλήψεις, συμπεριλαμβανομένων μερικών κλασσικών μαρξιστικών: των δια-ιστορικών, διαπολιτιστικών περιγραφών της ανθρώπινης φύσης. Ενώ λοιπόν σε άλλα θέματα παρέχουν μια εναλλακτική λύση σε μια διχοτομική προβληματική επίλυσης των θεμάτων, σε αυτό το πλαίσιο υιοθετούν οι ίδιοι μια διχοτομική συλλογιστική. Ναι μεν υποστηρίζουν ότι η Μαρξιστική θεώρηση ότι η ανθρώπινη εργασία αποτελεί ικανότητα που προσδιορίζει το είδος μας είναι υπερβολικά γενική και πολιτικά αδιάφορη. Αλλά αντιπροτείνουν ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά, ποικιλομορφία και ετερογένεια ρυθμίζονται κυρίως από ιστορικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Έτσι αντιτίθενται όχι μόνο στον ιδεαλισμό, όπως δηλώνουν, αλλά και σε οποιαδήποτε αναφορά σε βιολογικό αναγωγισμό. Αυτό, λοιπόν, θα μπορούσε να αποδειχθεί εξ ίσου αδιάφορο πολιτικά. Επιπλέον, ανάμεσα στην καθολικότητα της ανθρώπινης φύσης που απορρίπτουν και τον πολιτιστικό σχετικισμό με την οποία την αντικαθιστούν, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος πλαισίων ανάλυσης των οποίων την ύπαρξη δεν αναγνωρίζουν ουσιαστικά. Δεν εξετάζουν το ενδεχόμενο να είναι δυνατό να αναπτυχθεί μια κοινωνική θεωρία και πρακτική μέσα στην οποία η κατανόηση των χαρακτηριστικών του ανθρώπου (εφ' όσον ενοχλεί ο όρος «ανθρώπινη φύση»), όπως η γλώσσα και το συναίσθημα να αλληλοδιαπλέκονται με μια ιστορική και οικολογική υλιστική ανάλυση. Βέβαια, ο σχετικισμός που προτείνουν μπορεί να είναι χρήσιμος στην προσπάθεια αντίσταση στην ιμπεριαλιστική ευρωκεντρική ή ανδροκεντρική πολιτιστική ανάλυση. Ωστόσο εισάγει ουσιαστικά έναν απεριόριστο ανθρωπολογικό σχετικισμό και έτσι δεν μπορεί να απαντήσει σε θεμελιώδη πολιτικά ζητήματα όπως το γιατί η εκμετάλλευση και η επιβολή είναι επιβλαβής ή απευκταία, ή το τι είναι αυτό που κινεί τους ανθρώπους προς την αντίσταση. Ο Rose το 2005 διατύπωσε μια εναλλακτική υπέρβαση αυτού του ψευδοδιλλήματος: «οι άνθρωποι δεν είμαστε κενοί περιεχομένου από βιολογική άποψη, ελεύθερα πνεύματα που περιοριζόμαστε μόνο από τα όρια της φαντασίας μας, ή, πιο πεζά, από τους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες που καθορίζουν την ζωή, την σκέψη και τις πράξεις μας. Αλλά ούτε και μπορούμε να αναχθούμε σε "τίποτα περισσότερο από" μηχανές αντιγραφής του DNA μας. Είμαστε μάλλον προϊόντα μιας συνεχούς διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του "κοινωνικού" και του "βιολογικού", χάρη στην οποία εξελίχθηκε το είδος μας, γράφτηκε η ιστορία και αναπτυχθήκαμε ως άτομα».

Ίσως οι Levins και Lewontin έπεσαν σε αυτό το άκρο επειδή η κοινωνική τους ανάλυσή ξεκινά κυρίως από την πολεμική τους στις διάφορες μορφές βιολογικού ντετερμινισμού. Ωστόσο επιτρέπουν να καθοριστούν οι όροι της συζήτησης από έναν ιδεολογικά επικίνδυνο αλλά και διανοητικά ανεπαρκή αντίπαλο. Οι ίδιοι οι συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι η εργασία τους απεικονίζει την σύγκρουση μεταξύ των υλιστικών διαλεκτικών με τη μηχανιστική, καρτεσιανή, και θετικιστική ιδεολογία η οποία εξουσίασε την ακαδημαϊκή εκπαίδευσή και εισχωρεί στο διανοητικό περιβάλλον των ανθρώπων. Αλλά αυτό το πρόβλημα αφορά επίσης στον μονόπλευρο τρόπο που η θετικιστική ιδεολογία έχει θέσει τους όρους του διαλόγου: Οι βιολογιστές θεωρούν συνήθως την ανθρώπινη φύση κοινή για όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου κτλ. Προβαίνουν σε μιαν «ομογενοποίηση» των ανθρώπων. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θεωρούν τον «μέσο όρο» σε μια «κανονική κατανομή» ως πρότυπο-ιδανικό μοντέλο του ανθρώπου, στον οποίον αποδίδουν ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως η επιθετικότητα, ο εγωισμός, τα ένστικτα κτλ. Οι Levins και Lewontin, λοιπόν, υιοθετώντας, ίσως ανεπίγνωστα, τους όρους του «αντιπάλου», διολισθαίνουν σε έναν κοινωνιολογικό αναγωγισμό αντί να αντιτείνουν ότι η σχέση του ανθρώπου με την κοινωνία είναι διαλεκτική και δυναμική.

Ας σημειωθεί και κάτι άλλο: Ενώ διαλεκτική τους προσέγγιση απορρίπτει την παραδοσιακή αντίληψη των «επιπέδων ολοκλήρωσης» (η οποία ξεκινούσε από τους Hegel και Marx και επικρατούσε στις προγενέστερες διαλεκτικές προσεγγίσεις στη βιολογία), από την άλλη, υπάρχουν εκδοχές της διαλεκτικής που η προσέγγισή τους δεν συζητά. Αυτές αφορούν στην ποιοτική αλλαγή, όπου ένα αλλαγμένο σύστημα ενσωματώνει και μετασχηματίζει αυτό που υπήρχε προηγουμένως. Σε ανθρωπολογικό επίπεδο, το πλαίσιο των συγγραφέων δεν φαίνεται να τους αφήνει να θεωρητικοποιήσουν συστήματα που δρουν στον εαυτό τους και έχουν αυτοσυνειδησία. Ο μετασχηματισμός της συνείδησης είναι μια ποιοτική αλλαγή και κάποιες φορές συζητούν για το ότι η ποσότητα μπορεί να μετασχηματιστεί σε ποιότητα, αλλά όταν μιλούν για το πώς αυτό συμβαίνει, περιγράφουν ένα σύστημα που αρχίζει να ταλαντεύεται σε έναν τέτοιο βαθμό που εμφανίζεται μια αλλαγή στις πολύ καθοριστικές του παραμέτρους. Δεν φτάνουν ποτέ πέρα από αυτή τη διαπίστωση. Δεν φτάνουν, δηλαδή, στο σημείο να χαρακτηρίσουν ποιοτικά πώς μπορεί να φαίνεται αυτή η αλλαγή. Έτσι δεν είναι σαφές από αυτό που λένε πώς το πλαίσιό τους θα συνέβαλλε στη επίλυση αυτού του κεντρικού προβλήματος της κλασσικής διαλεκτικής. Θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς πού θα οδηγούσε η αντιμετώπιση του ζητήματος της συνείδησης από μια τέτοια, βιολογικά εκλεπτυσμένη και περίπλοκη προοπτική. Αλλά οι συγγραφείς, ενδεχομένως επειδή οι τομείς τους οικολογίας και γενετικής δεν τους ωθούν σε αυτήν την κατεύθυνση, παραβλέπουν ουσιαστικά αυτό το ζήτημα. Μάλιστα, δεν φαίνονται να συνειδητοποιούν ότι το κάνουν. Κατά συνέπεια, στην προσπάθεια θεμελίωσης μιας πλήρους διαλεκτικής προσέγγισης στο καίριο ζήτημα της αλληλοδιείσδυσης του κοινωνικού και βιολογικού, το πλαίσιό τους είναι πολύτιμο μεν, αλλά ελλιπές. Και αυτές οι αδυναμίες μπορεί και να περιορίσουν τη χρησιμότητα της προσέγγισής τους σε τομείς της βιολογίας όπως η ανάπτυξη, η νευροβιολογία και η συμπεριφορά, στις οποίες ο κατανόηση της έννοιας της ποιοτικής αλλαγής και των διαδικασιών με τις οποίες επιτυγχάνεται είναι θεμελιώδης.

Αλλά παρά τις αδυναμίες του, η διαλεκτική βιολογία των Levins και Lewontin αποτελεί μια πολύ σημαντική πολιτική, διανοητική και επιστημονική πρόταση. Και είναι πολιτικά σημαντική για διάφορους λόγους. Κατ' αρχήν, ο υλισμός οφείλει να περιλαμβάνει μια κατανόηση της φύσης, η οποία είναι μέρος της υλικής πραγματικότητας. Δεύτερον, το βιβλίο βγάζει τη διαλεκτική από την θεωρία και παρουσιάζει με λεπτομέρεια τις εφαρμογές της σε συγκεκριμένα πεδία: Από τη βιολογία ως τη γεωργία στον τρίτο κόσμο. Κι αυτό μπορεί να συμβάλει πολύ στον εμπλουτισμό του πολιτικού διαλόγου και της πολιτικής πρακτικής. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν μια μη αθροιστική και μη τελεολογική διαλεκτική. Εστιάζουν στην πολυπλοκότητα και υπογραμμίζουν πώς η αλληλεπίδραση των ετερογενών μερών ενός συστήματος παράγει την αντιπαράθεση και την αλλαγή. Αυτό το πλαίσιο είναι ένας θαυμάσιος και δημιουργικός μετασχηματισμός της ανάλυσης συστημάτων κι αναδεικνύει την πολυσύνθετη δυναμική των βιολογικών συστημάτων υπερβαίνοντας απλουστευτικές και αφελείς υποθέσεις για τη σταθερότητα και ομοιόσταση. Ακόμη αποκαλύπτει τα αδιέξοδα στα οποία προέκυψαν τόσο οι πρώτοι διαλεκτικοί όσο και οι αστικές ιδεολογίες στην προσπάθεια να εξηγήσουν τα πράγματα μέσω των απλουστευτικών τους προτύπων.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως, θα έθετα και το ερώτημα: Μήπως η διαλεκτική βιολογία, με τον τρόπο που αναπτύσσει την επιχειρηματολογία της, αδυνατεί να υπερβεί τελικά τον ντετερμινισμό (όπως μάλλον υπαινίσσεται) αλλά απλά τον καθιστά πιο εκλεπτυσμένο; Και θα εξηγήσω τι θέλω να πω: Όσον αφορά στη λειτουργία του DNA, δεν αποτελεί υπέρβαση του ντετερμινισμού το «πέρασμα» από το απλουστευτικό μηχανιστικό σχήμα «αίτιο - αθροιστικό αποτέλεσμα» σε μια κατανόηση ότι οι αλληλεπιδράσεις του γονιδιόματος είναι ποιο πολυσύνθετες. Το «πέρασμα» αυτό απλά καθιστά ένα ντετερμινιστικό πρόβλημα τρομακτικά πιο πολυσύνθετο. Αναγνωρίζει μεν ότι εκτός από το «λεξιλόγιο» του DNA θα πρέπει να γίνουν κατανοητοί και οι νόμοι που διέπουν το απερίγραπτα πολυσύνθετο «συντακτικό» του, αλλά εξακολουθεί να μιλά για νόμους που τελικά είναι ντετερμινιστικοί. Έτσι, η υπόθεση ότι ο οργανισμός είναι «ρομπότ» που εκτελεί εντολές του DNA, δεν υπερβαίνεται με αυτόν τον τρόπο. Απλά καθίσταται πιο πολύπλοκη αποκρυπτογράφηση των νόμων που διέπουν αυτό το «ρομπότ». Προχωρώντας τη σκέψη αυτή παραπέρα, μια διαλεκτική προσέγγιση που θα συλλάμβανε την πολύπλοκη αλληλοδιείσδυση του κοινωνικού και βιολογικού θα υπερέβαινε, βέβαια, τόσο τον βιολογικό όσο και τον κοινωνιολογικό αναγωγισμό. Αλλά δεν θα υπερέβαινε τον ντετερμινισμό. Απλά θα αναγνώριζε ότι πρέπει να ληφθούν υπ' όψιν και οι (ντετερμινιστικοί) νόμοι αλληλεπίδρασης αυτών των δύο παραγόντων. Κατά τη γνώμη μου είναι τελικά αδύνατη η υπέρβαση του ντετερμινισμού αν δεν λάβει κανείς υπ' όψιν την απροσδιοριστία που εισάγει η κβαντομηχανική θεωρία σε συνδυασμό με τα πορίσματα της θεωρίας του Χάους. Αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που ξεπερνά τη θεματική αυτής της εργασίας.

Βιβλιογραφία

1. Levins, R. & Lewontin, R. (1985), The dialectical biologist. Cambridge, Massachusetts and London: Harvard University Press.
2. Lewontin, R. (2000), Η βιολογία ως ιδεολογία. Αθήνα: Σύναλμα.
3. Lewontin, R. (2001), Η τριπλή έλικα. Αθήνα: Σύναλμα.
4. Lewontin, R. (2002), Δεν είναι απαραίτητα έτσι. Αθήνα: Κάτοπτρο.
5. Stephen Jay Gould & Lewontin, R. (1979) «The Spandrels of San Marco and the Panglossian Paradigm: A Critique of the Adaptationist Programme». Proceedings of the Royal Society of London B,
6. Stephen Jay Gould (2002), The Structure of Evolutionary Theory: Belknap Press
7. Dawkins, R. (1989), The selfish gene. 2nd edition. Oxford and New York: Oxford University Press.
8. Rose, S. (2005), Μονοπάτια της ζωής. Αθήνα: Κάτοπτρο.
9. Martha R. Herbert & Joseph Shapiro The dialectical biologist. (book review) - Monthly Review, Jan, 1986.
10. Περιοδικό «Το Κιβώτιο», Τεύχος Τρίτο - Η Βιολογία Στο Μπουντουάρ
11. Κυριάκος Ιωαννίδης, Η μαρξιστική αντίληψη της ανθρώπινης φύσης. Η σχέση βιολογικού και κοινωνικού. Οι περιπτώσεις του βιολογικού και κοινωνιολογικού αναγωγισμού.

Τέλος άρθρου.

Μετάβαση σε άλλη ενότητα του άρθρου:

  1. Διαλεκτική βιολογία
  2. Η επέκταση της διαλεκτικής από την βιολογία στην πολιτική
  3. Συμπερασματικά
  4. Κριτική και απολογισμός